- γλαγότροφος
- γλᾰγότροφος, ον,A milk-fed, Lyc.1260.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλαγότροφος — γλαγότροφος, ον (Α) αυτός που έχει τραφεί με γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλάγος + τροφος < τρέφω] … Dictionary of Greek
γλαγοτρόφων — γλαγότροφος milk fed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλάγος — ( εος), το (Α) γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *γλάκος, με αφομοίωση < (θ.) γλακ (πρβλ. γάλα). Σύμφωνα προς άλλη άποψη, το γλάγος θεωρείται ως ετυμολογική βάση αυτής τής οικογένειας από αρχική μορφή ρίζας *βλαγ < … Dictionary of Greek